Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συμμερίζομαι τη

  • 1 разделить

    -елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделенный, βρ: -лен, -лена -лено
    ρ.σ.μ.
    1. (δια)μοιράζω, διανέμω• (δια)χωρίζω•

    разделить яблоко на пять частей χωρίζω το μήλοσεπέντε μέρη•

    разделить книгу на глэвы χωρίζω το βιβλίο σε κεφάλαια•

    разделить наследство μοιράζω την κληρονομιά.

    2. διχάζω, διχοτομώ. || απομονώνω, ξεκόβω.
    3. συμμετέχω, παίρνω μέρος.
    4. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω•

    разделить участь чью-н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κάποιου•

    разделить радость συμμετέχω στη χαρά.Π συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ,).

    5. (μαθ.) διαιρώ•

    разделить десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο.

    1. (δια)χωρ ίζομαι, διχάζομαι•

    река в этом дасте -лась на два рукава το ποτάμι σ αυτό το μέρος χώρισε σε δυο βραχίονες•

    отряд -лся на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες.

    2. μτφ. μοιράζομαι•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    3. χωρίζω•

    дети после смерти отца -лись τα παιδιάμετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разделить

  • 2 разделять

    разделять
    несов
    1. (на части) χωρίζω, διαιρώ, διατέμνω/ διανέμω, κατανέμω, διαμοιράζω (распределять)·
    2. (чье-л. мнение и т. п.) συμμερίζομαι:
    \разделять чьй-л. взгляды συμμερίζομαι τίς ἀπόψεις κάποιου·
    3. (чью-л. участь, чувства и "ι. п.):
    \разделять чыб-л. судьбу ἔχω τήν ἰδια τύχη μέ κάποιον, παθαίνω τά ἰδια· \разделять чью-л. радость χαίρομαί μαζί μέ κάποιον·
    4. (разъединять) χωρίζω, διαχωρίζω, αποχωρίζω, διαζευγνύω, ξεχωρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > разделять

  • 3 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 4 участь

    участь
    ж ἡ μοίρα, ἡ τύχη:
    горькая \участь ἡ μαύρη μοίρα· счастли́вая \участь ἡ καλή τύχη· разделить чью-л, \участь συμμερίζομαι τήν τύχη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > участь

  • 5 мнение

    ουδ.
    1. γνώμη•

    общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•

    высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•

    обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•

    благоприятное мнение ευμενής γνώμη•

    борьба -ий πάλη γνωμών•

    разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•

    изменять мнение αλλάζω γνώμη•

    быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•

    быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•

    быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•

    быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•

    я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.

    2. πόρισμα, απόφαση•

    мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•

    мнение суда απόφαση δικαστηρίου.

    Большой русско-греческий словарь > мнение

  • 6 склонить

    склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•

    склонить голову γέρνω το κεφάλι.

    2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.
    3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•
    αποδράσει.
    εκφρ.
    склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•
    склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.
    2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•

    солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.

    || στρέφομαι, γυρίζω•

    разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.

    || συμμερίζομαι•

    склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.

    3. πείθομαι• συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > склонить

  • 7 соболезновать

    -ную, -нуешь
    ρ.δ.
    με δοτ. συμπονώ, συμμερίζομαι τη λύπη, τον πόνο.
    συλλυπούμαι, εκφράζω τα συλλυπητήρια.

    Большой русско-греческий словарь > соболезновать

  • 8 стул

    α. πλθ. стулья, -ьев α.
    1. κάθισμα, εδώλιο• καρέκλα•

    складной стул πτυσσόμενο κάθισμα•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    соломенный стул ψάθινη καρέκλα.

    || θέση, θώκος•

    министерский стул υπουργική θέση, υπουργικός θώκος.

    2. υποστάτης, υποστήριγμα (οργάνου, συσκευής κ.τ.τ.).
    3. μόνο ενκ. (ιατρ.) άφοδος.
    εκφρ.
    электрический стул – ηλεκτρική καρέκλα•
    сидеть между двух -ьев – συμμερίζομαι δυο διάφορες απόψεις.

    Большой русско-греческий словарь > стул

См. также в других словарях:

  • συμμερίζομαι — συμμερίζομαι, συμμερίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμμερίζομαι — ΝΜΑ, και ως ενεργ. συμμερίζω ΜΑ [μερίζω / ομαι] μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους, συμμετέχω (α. «συμμερίζομαι την αγανάκτησή σου» β. «οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «συμμερίζομαι τη γνώμη [ή την… …   Dictionary of Greek

  • συμμερίζομαι — συμμερίστηκα 1. συμμετέχω: Συμμερίζεται τον πόνο μου. 2. συμφωνώ: Δε συμμερίζομαι τις απόψεις σας σχετικά μ αυτό το θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμερίζομαι — συμμερίζω distribute in shares pres ind mp 1st sg συμμερίζω distribute in shares pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αντιχαίρω — (Α ἀντιχαίρω) νεοελλ. αντιχαίρετε απάντηση στον χαιρετισμό χαίρετε αρχ. χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου …   Dictionary of Greek

  • επαινώ — (AM ἐπαινῶ, έω) [αινώ] 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.) μσν. νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατασπάζομαι — (AM κατασπάζομαι) καταφιλώ, ασπάζομαι κάποιον επανειλημμένως, τόν γεμίζω φιλιά μσν. δέχομαι, αποδέχομαι, συμμερίζομαι αρχ. 1. εκδηλώνω την αγάπη μου, τη συμπάθειά μου 2. (για βασιλιά) εκδηλώνω τον σεβασμό μου …   Dictionary of Greek

  • μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… …   Dictionary of Greek

  • μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»